- ἑπτάδρομος
- ἑπτά-δρομος, siebenmal laufend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επτάδρομος — ἑπτάδρομος, ον (Μ) (για αγώνα δρόμου) αυτός που έχει επτά διαδρομές («ἑπτάδρομος δόλιχος», Τζέτζ.) … Dictionary of Greek
ἑπτάδρομον — ἑπτάδρομος having seven laps masc/fem acc sg ἑπτάδρομος having seven laps neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek